- εντεκασύλλαβος
- -η, -ο1. που αποτελείται από έντεκα συλλαβές.2. το αρσ. ως ουσ., εντεκασύλλαβος στίχος από έντεκα συλλαβές.3. το ουδ. ως ουσ., εντεκασύλλαβο ο εντεκασύλλαβος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.